- μπεμπές
- οβλ. μπέμπης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπέμπης — και μπεμπές, ο, θηλ. μπέμπα 1. μικρό παιδί, μωράκι 2. ανόητος και κακομαθημένος νέος («ώρες ώρες κάνει σαν μπέμπης κι ας είναι τριάντα χρονών»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπέμπης < αγγλ. baby, ενώ ο τ. μπεμπές < γαλλ. bebe] … Dictionary of Greek